ὑσσώπῳ

ὑσσώπῳ
ὕσσωπον
hyssop
neut dat sg
ὕσσωπος
hyssop
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑσσώπωι — ὑσσώπῳ , ὕσσωπον hyssop neut dat sg ὑσσώπῳ , ὕσσωπος hyssop fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”